ξυλόστρωτος

ξυλόστρωτος
η , ο покрытый деревянным настилом; торцовый;

ξυλόστρωτος δρόμος — торцовая мостовая


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυλόστρωτος" в других словарях:

  • ξυλόστρωτος — η, ο 1. επενδεδυμένος με ξύλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλόστρωτο δάπεδο ή τοίχος επενδεδυμένος με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + στρωτος (< στρώνω), πρβλ. λίθό στρωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • ξυλόστρωτος — η, ο 1. οστρωμένος με ξύλα. 2. το ουδ. ως ουσ., ξυλόστρωτο δάπεδο στρωμένο με ξύλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»